- νοικοκυρόπαιδο
- το1. παιδί από νοικοκυρόσπιτο.2. ταχτικό, συνετό παιδί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νοικοκυρόπαιδο — το 1. παιδί από νοικοκυρόσπιτο 2. τακτικό και φρόνιμο παιδί, νοικοκυρεμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοικοκύρης + παιδί] … Dictionary of Greek